- παρασύρω
- ΝΜΑ, παρασέρνω Ν(για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.)νεοελλ.1. ρίχνω κάτω και σύρω μαζί μου («τόν παρέσυρε το αυτοκίνητο»)2. σύρω κάποιον έξω από τον δρόμο του, τόν κάνω να παρεκκλίνει από τον δρόμο που ακολουθεί («μέ παρέσυρε πολύ μακριά από το σπίτι μου»)3. μτφ. οδηγώ κάποιον σε κάτι κακό, τόν αποπλανώ, τόν κάνω να παρεκτραπεί ηθικά, ξελογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιονμσν.-αρχ.1. μέσ. παρασύρομαιέρπω, σούρνομαι («παρασύρεται τὴν κοιλίαν τῷ ἐδάφει», Ιππιατρ.)2. παθ. μτφ. προσελκύομαι, σύρομαι προς κάτι άλλο («εἰς ἑτέραν παρασύρεσθαι τέχνην», Χορίκ.)μσν.περνώ τον καιρό μου όπως όπωςαρχ.1. αρπάζω κάτι και φεύγω, κλέβω κάτι («ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε παρασύρας κρέας», Σοφ.)2. περνώ ξυστά, μόλις αγγίζοντας κάτι («τὰ πλάγιον τοῡ ὀστέου παρασύροντα βέλεα», Ιπποκρ.)3. (μτφ. για ρήτορα) προσελκύω προς το μέρος μου, προς τις ιδέες μου («παρασῡραι οἷος ῥήτωρ», Πολυδ.)4. οδηγώ κάποιον κάπου («παρασύρω τινά εἰς τὰ κριτήρια [= δικαστήρια]», επιγρ.)5. παθ. (για μέλη τού σώματος) στραμπουλίζομαι («τραχήλους παρασύρεσθαι», Διόδ. Σικ.)6. παθ. μτφ. γελοιοποιούμαι, γίνομαι αντικείμενο σκώμματος («παρώφθη καὶ παρεσύρη», Φίλ.)7. παθ. (γεωμ.) γλιστρώ κατά τη διεύθυνση μιας καμπύλης8. φρ. α) «παρασύρομαι ὑπὸ τῶν ὅπλων» — σύρομαι σε ανταρσία, αναμιγνύομαι σε στάσηβ) «παρασύρω ἔπος» — λέγω κάτι άκαιρα και ασύνετα, μεταχειρίζομαι μια λέξη άτοπα, (Αισχύλ.)9. (κατά τον Ησύχ.) «παρασεσυρμένοιὑπεσκελισμένοι, ἐπὶ τῶν παλαιστῶν».
Dictionary of Greek. 2013.